- μπρουμυτίζω
- και προμυτίζω [μπρούμυτα]1. (αμτβ.) πέφτω πρηνηδόν, μπρούμυτα, με το πρόσωπο καταγής2. (μτβ.) ρίχνω κάποιον με το πρόσωπο καταγής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπρουμύτισμα — το [μπρουμυτίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μπρουμυτίζω, ο πρηνισμός, το πέσιμο μπρούμυτα … Dictionary of Greek
προμυτίζω — Ν βλ. μπρουμυτίζω … Dictionary of Greek
προυμυτίζω — και προμυτίζω Ν [προύμυτα] μπρουμυτίζω … Dictionary of Greek